υπερκέρδος

υπερκέρδος
το сверхприбыль

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπερκέρδος" в других словарях:

  • υπερκέρδος — το, Ν 1. κέρδος που υπερβαίνει το μέσο κέρδος ή κέρδος πέραν τού αναμενόμενου 2. το κέρδος που προέρχεται από την υπεραξία και το οποίο προσπορίζεται ο εργοδότης …   Dictionary of Greek

  • υπερκέρδος — το κέρδος του εργοδότη, που προέρχεται από την υπεραξία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»